Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κέλωρ φωνή

См. также в других словарях:

  • κέλωρ — κέλωρ, ωρος, ὁ (Α) 1. γιος («Αγαμέμνονος κέλωρ», Ευρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) ευνούχος 3. (επίσης κατά τον Ησύχ. και σε πάπ.) φωνή, βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «γιος» η λ. προέρχεται πιθ. από *κέρωρ, με ανομοίωση (ΙΕ ρίζα *ker «αυξάνω») και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • κελαρύζω — (Α κελαρύζω) (για τρεχούμενο νερό) κυλώ με μουρμουρητό, ηχώ τραγουδιστά, γαργαρίζω («τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ αυλάκια», Παπαδ.) αρχ. 1. ξεχύνομαι άφθονος, αναβλύζω 2. χύνω υγρό βγάζοντας ήχο… …   Dictionary of Greek

  • kel-6, k(e)lē-, k(e)lā- or kl̥̄-? —     kel 6, k(e)lē , k(e)lā or kl̥̄ ?     English meaning: to call, cry     Deutsche Übersetzung: “rufen, schreien, lärmen, klingen”     Material: O.Ind. uṣü kala m. “rooster, cock” (“ἠι κανός”), kalüdhika , kalüvika ds., kalavíŋka ‘sparrow”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • κελωρύω — (Α) (κατά τον Ησύχ. και Φώτ.) βοώ, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλωρ με σημ. «φωνή, βοή»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»