-
1 κέλωρ
-
2 κέλωρ
2 eunuch, Hsch. -
3 κέλωρ 3
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέλωρ 3
-
4 κελαρύζω
Grammatical information: v.Meaning: `babble, murmur', of water (Il.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: - Expressive sound-word in -( ρ)ύζω like τονθορύζω, γογγύζω, ὀλολύζω, κλύζω, prob. to κέλωρ φωνή H. (with also κελωρύειν, - ρύσας H.), first from an adjective *κελαρός, - ής (as ὕδωρ: ὑδαρής; s. Bechtel Lex. s. v.) or from a by-form *κέλαρ (as τέκμωρ: τέκμαρ; cf. Bq and Benveniste Origines 17); to κέλα-δος (?). (Not to καλέ-σαι.)Page in Frisk: 1,814Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κελαρύζω
См. также в других словарях:
κέλωρ — κέλωρ, ωρος, ὁ (Α) 1. γιος («Αγαμέμνονος κέλωρ», Ευρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) ευνούχος 3. (επίσης κατά τον Ησύχ. και σε πάπ.) φωνή, βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «γιος» η λ. προέρχεται πιθ. από *κέρωρ, με ανομοίωση (ΙΕ ρίζα *ker «αυξάνω») και συνδέεται… … Dictionary of Greek
κελαρύζω — (Α κελαρύζω) (για τρεχούμενο νερό) κυλώ με μουρμουρητό, ηχώ τραγουδιστά, γαργαρίζω («τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ αυλάκια», Παπαδ.) αρχ. 1. ξεχύνομαι άφθονος, αναβλύζω 2. χύνω υγρό βγάζοντας ήχο… … Dictionary of Greek
kel-6, k(e)lē-, k(e)lā- or kl̥̄-? — kel 6, k(e)lē , k(e)lā or kl̥̄ ? English meaning: to call, cry Deutsche Übersetzung: “rufen, schreien, lärmen, klingen” Material: O.Ind. uṣü kala m. “rooster, cock” (“ἠι κανός”), kalüdhika , kalüvika ds., kalavíŋka ‘sparrow”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
κελωρύω — (Α) (κατά τον Ησύχ. και Φώτ.) βοώ, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλωρ με σημ. «φωνή, βοή»] … Dictionary of Greek